- ιλέομαι
- ἱλέομαι (Α) [ίλεως](επικ. τ.) ιλάομαι, ιλάσκομαι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱλεόμενοι — ἱλέομαι pres part mp masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιλεῖτο — συνεπῑλεῖτο , σύν , ἐπί ἱλέομαι imperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) σύν , ἐπί ἱλέομαι pres opt mp 3rd sg (ionic) σύν , ἐπί ἱλέομαι imperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιλήθη — συνεπῑλήθη , σύν , ἐπί ἱλέομαι aor ind mp 3rd sg (ionic) σύν , ἐπί ἱλέομαι aor ind mp 3rd sg (ionic) συνεπῑλήθη , σύν πιλέω compress wool aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵληθ' — ἵ̱λητι , ἵλημι be gracious! pres ind act 3rd sg (doric) ἵ̱λητο , ἵλημι be gracious! imperf ind mp 3rd sg ἵ̱λητε , ἵλημι be gracious! imperf ind act 2nd pl ἵ̱λητε , ἵλημι be gracious! pres imperat act 2nd pl ἵ̱λητε , ἵλημι be gracious! pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπιλημένη — καταπεπῑλημένη , κατά , ἀπό , ἐπί ἵλημι be gracious! perf part mp fem nom/voc sg (ionic) καταπεπῑλημένη , κατά , ἀπό , ἐπί ἵλημι be gracious! pres part mp fem nom/voc sg (ionic) καταπεπῑλημένη , κατά , ἀπό , ἐπί ἱλέομαι perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπιλημένου — καταπεπῑλημένου , κατά , ἀπό , ἐπί ἵλημι be gracious! perf part mp masc/neut gen sg (ionic) καταπεπῑλημένου , κατά , ἀπό , ἐπί ἵλημι be gracious! pres part mp masc/neut gen sg (ionic) καταπεπῑλημένου , κατά , ἀπό , ἐπί ἱλέομαι perf part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλεῖσθαι — ἐκ ἱλέομαι pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληθήσεται — ἐπί ἱλέομαι fut ind mp 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληθήσονται — ἐπί ἱλέομαι fut ind mp 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλημένος — ἐπῑλημένος , ἐπί ἱλέομαι perf part mp masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)